άδροσος

άδροσος
-η, -ο
1. ο μη δροσερός, ξερός
2. άχαρος, άνοστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + δρόσος.
ΠΑΡ. αδροσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άδροσος — η, ο αδρόσιστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροσία — η (Α ἀδροσία) (Ν και –σιά) [ἄδροσος] έλλειψη δροσιάς, υγρασίας, ξηρότητα τής ατμόσφαιρας, ξηρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”